- επικρουστηρουλκός
- οόργανο με το οποίο αφαιρείται ο επικρουστήρας τών πυροβόλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-κρουστήρ* + ολκός (< έλκω*) από την ετεροιωμένη βαθμίδα (ολκ-) τού θ. έλκ-. Το -ου- (-ουλκός) αναλογικά προς τα συνηρημένα ξιφουλκός (< ξίφο-ολκός), εμβρυουλκός (< εμβρυο-ολκός) κ.τ.ό. (Πρβλ. και το κανονικό ιχθυ-ολκός που εμφανίζει και παράλληλο τ. ιχθυουλκός)].
Dictionary of Greek. 2013.